- παραγχυσία
- παραγχῠσία, poet. [suff] παραγυμν-ίη, ἡ,A stagnant pool left by a receding tide, Man.4.254 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραγχυσία — και ποιητ. τ. παραγχυσίη, ἡ, Α λάκκος όπου λιμνάζουν νερά μετά από άμπωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγχύω + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek